- υπαμείβω
- Α1. μεταβάλλω, μετατρέπω, αλλάζω («τὸ τεθνηκός τε καὶ κείμενον εἰς ἀθανάτου φύσιν ὑπαμειφθήσεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)2. φρ. «πόντον ὑπαμείβομαι» — επιβιβάζομαι σε πλοίο και ταξιδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἀμείβω «αλλάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.