υπαμείβω

υπαμείβω
Α
1. μεταβάλλω, μετατρέπω, αλλάζω («τὸ τεθνηκός τε καὶ κείμενον εἰς ἀθανάτου φύσιν ὑπαμειφθήσεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «πόντον ὑπαμείβομαι» — επιβιβάζομαι σε πλοίο και ταξιδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἀμείβω «αλλάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπαμοιβή — η, Ν 1. εναλλαγή, διαδοχή 2. φρ. «εξ υπαμοιβής» εκ περιτροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπαμείβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό Ομηρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”